δημαγωγήσεις

δημαγωγήσεις
δημαγωγέω
to be a leader of the people
aor subj act 2nd sg (epic)
δημαγωγέω
to be a leader of the people
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δημαγωγώ — δημαγώγησα, είμαι δημαγωγός: Δεν μπορείς να γίνεις επιτυχημένος πολιτικός, αν δεν είσαι ικανός να δημαγωγήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”